- αμουσία
- ηαπαιδευσία, ακαλαισθησία: Ήταν σ' όλους γνωστός για την αμουσία του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀμουσία — ἀμουσίᾱ , ἀμουσία want of education fem nom/voc/acc dual ἀμουσίᾱ , ἀμουσία want of education fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμουσίᾳ — ἀμουσίαι , ἀμουσία want of education fem nom/voc pl ἀμουσίᾱͅ , ἀμουσία want of education fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμουσία — η (Α ἀμουσία) [ἄμουσος] νεοελλ. έλλειψη μουσικού αισθήματος, αφιλομουσία αρχ. 1. έλλειψη παιδείας, καλλιέργειας, απαιδευσία, αμορφωσιά 2. έλλειψη μουσικής αρμονίας … Dictionary of Greek
ἀμουσίας — ἀμουσίᾱς , ἀμουσία want of education fem acc pl ἀμουσίᾱς , ἀμουσία want of education fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμουσίαν — ἀμουσίᾱν , ἀμουσία want of education fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμουσίη — ἀμουσία want of education fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Амузия — Амузия (от др. греч. ἀμουσία непричастность музам) утрата способности понимать или исполнять музыку, писать и читать ноты, возникающее при поражении височных отделов коры правого полушария (у правшей) за счет нарушения… … Википедия
άμουσος — η, ο (AM ἄμουσος, ον) αυτός που δεν έχει μουσικό αίσθημα, ο αφιλόμουσος αρχ. 1. ο δίχως αίσθηση ή αγάπη για τις τέχνες, απαίδευτος, αμόρφωτος, άξεστος 2. αγενής, άσεμνος, χυδαίος 3. (για ήχους) ο μη αρμονικός, ο παράφωνος 4. (απρόσωπη φράση)… … Dictionary of Greek
αλεξία — Μορφή αφασίας, κατά την οποία παρατηρείται αδυναμία ανάγνωσης και προφορικής έκφρασης λέξεων. Ονομάζεται και λεκτική τύφλωση και μπορεί να είναι μερική ή ολική, να συνδέεται δηλαδή με ορισμένα ή με όλα τα γράμματα. Η α. οφείλεται σε οργανικές… … Dictionary of Greek
αμουσότητα — η (Μ ἀμουσότης) [ἄμουσος] η αμουσία … Dictionary of Greek